- πολύδενδρον
- πολύδενδροςabounding in treesmasc/fem acc sgπολύδενδροςabounding in treesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
IDA — I. IDA hodie mons Troade, mons altissimus, qui ad Troadem spectat, totius Hellesponti altissimus, Diod. Sic. l. 17. cuiuscacumen Gargarus Strab. l. 10. p. 472. 475. l. 12. p. 574. l. 13. p. 581. 583. et 604. Athen. l. 15. p. 682. dicitur. In hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… … Dictionary of Greek